ανεξασφάλιστος

ανεξασφάλιστος
-η, -ο
επίρρ. αυτός που δεν εξασφαλίστηκε ή δεν μπορεί να εξασφαλιστεί: Έτσι όμως θα 'μενε ανεξασφάλιστη η κόρη του.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ανεξασφάλιστος — η, ο 1. αυτός που δεν έχει εξασφαλιστεί 2.αυτός που δεν έχει για εγγύηση περιουσιακά στοιχεία. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν στερ. + εξασφαλίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1876 από τον νομικό και πολιτικό Θεόδωρο Φλογαΐτη στο περιοδικό σύγγραμμα Βύρων] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”